- σφρᾱγιστήρ
- σφρᾱγιστήρ, ῆρος, ὁ, der Siegler, der Siegelring
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σφραγιστήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ μσν. ως επίθ. αυτός με τον οποίο σφραγίζεται κάτι («σφραγιστῆρι λίθῳ... σφραγίζει πιέσασα», Πλαν.) αρχ. δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίζω + επίθημα τὴρ (πρβλ. κομισ τήρ, σωφρονισ τήρ)] … Dictionary of Greek
σφραγιστῆρα — σφραγιστήρ sealer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφραγιστῆρι — σφραγιστήρ sealer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφραγιστῆρος — σφραγιστήρ sealer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφραγιστήριο — το / σφραγιστήριον, ΝΑ [σφραγιστήρ] νεοελλ. 1. δημόσια υπηρεσία όπου σφραγίζονται έγγραφα ή αντικείμενα 2. ο μικρός γλυπτός τύπος με τον οποίο σφραγίζονται οι λειτουργικοί άρτοι, αλλ. προσφορική σφραγίδα αρχ. αποτύπωμα σφραγίδας … Dictionary of Greek
ԿՆՔՈՑ — (ի, աց.) NBH 1 1106 Chronological Sequence: 10c գ. σφραγιστήρ annulus signatorius, sigillum, signaculum. Կնիք. ըստ որում գործի կնքելոյ. մատանի. մէօհր ... *Կնքել իմով կնքացաւ. եւ էր մատանին ոսկի, եւ դրոշմն արեգակն. Պտմ. աղեքս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)